Οι Πόντιοι πάντρευαν τα παιδιά τους πολύ νωρίς, συνήθως, 20-23 χρόνων τα αγόρια και σε μικρότερη ηλικία τα κορίτσια. Αν το κορίτσι περνούσε το εικοστό έτος συνήθιζαν να τη λένε γεροντοκόρη. Πολλές φορές οι γονείς λογόδιναν την κόρη τους όταν αυτή έπαιζε με τα παιδάκια της γειτονιάς. Την τύχη της κοπέλας όριζε ο δυναμικός πατέρας, αφού η συγκατάνευσή της στο γάμο ήταν περιττή. Ούτε όμως και ο νέος μπορούσε να έχει τη δική του γνώμη για τη μελλοντική του σύζυγο. Ο λόγος του πατέρα ήταν νόμος απαράβατος. Η ψυχολογική βία δημιουργούσε ψυχολογική αντι-βία, η οποία μην μπορώντας αλλιώς να αντιδράσει, γινόταν διαλάλημα της μούσας και ταυτόχρονα μήνυμα προς τον ιερέα.
Η συγκατάθεση των γονιών για το γάμο της κόρης τους λεγόταν λογόπαρμαν. Η πρώτη συμφωνία για την ημέρα του γάμου γινόταν στα "τελειώματα", στο "ψαλάφεμαν". Αλλά όταν πλησίαζε ο καιρός του γάμου πήγαιναν 7-8 μέρες πριν από τη στέψη, το βράδυ συνήθως, οι στενοί συγγενείς του νέου, στο σπίτι της κόρης και έπαιρναν το λόγο, δηλαδή την τελευταία διαβεβαίωση. Έλεγαν: "Εμείς λέγομε σα οχτώ απάν να εφτάμε το γάμον. Ντο λέτε κι εσείς;". Όταν συμφωνούσαν για την ημερομηνία, γινόταν το κέρασμα της νύφης, ομελέτα ή τζαμούρ με μπόλικο βούτυρο. Τότε μάλιστα κλείδωναν κι ένα λουκέτο και το έβαζαν στην τσέπη του γαμπρού. Θα το ξεκλείδωνε όταν πήγαινε να σμίξει με τη νύφη, στη νυφική παστάδα το βράδυ της Δευτέρας.
Στον Πόντο δεν υπήρχε ο αναχρονιστικός θεσμός της προίκας. Η νύφη έκανε δώρα μόνο στο γαμπρό, στα καινούρια γονικά και στους κοντινούς συγγενείς. Παρόλα αυτά συνηθιζόταν να μεταφέρουν τα πράγματα (προίκα) της νύφης πάνω σε κάρο, συνοδευόμενο από λυράρη που έπαιζε τραγούδια του γάμου, προσκαλώντας τον κόσμο (λάλεμα) στη "χαρά".